ατακτοποίητος
Greek Monolingual
και αταχτοποίητος, -η, -ο
ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη].
και αταχτοποίητος, -η, -ο
ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη].