ατακτοποίητος

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αταχτοποίητος, -η, -ο
ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη].