ἀστυκός

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ἀστικός.

German (Pape)

[Seite 379] = ἀστικός, vielleicht nur f. L., vgl. Bremi Lys. περὶ δημ. ἀσικ. 3. Bei Dem. 55, 11 hat Bekker auch ἀστικός; Theocr. 20, 4. 31 nach den meisten mss.

Spanish (DGE)

v. ἀστικός.

Greek Monolingual

ἀστυκός, -όν (Μ)
ο αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη γραφή του αστικός].