αστικός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].