ἀσυγγνώμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A not pardoning, merciless, D.21.100, Plu.2.59e: irreg. Sup. -έστατος Phint. ap. Stob.4.23.61.
German (Pape)
[Seite 379] ον, nicht verzeihend, unbarmherzig Dem. 21, 100; Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ne pardonne pas, inexorable.
Étymologie: ἀ, συγγνώμων.
Spanish (DGE)
-ον gen. -ονος
que no perdona, inexorable οὐδεὶς γάρ ἐστι δίκαιος τυγχάνειν ... συγγνώμης τῶν ἀσυγγνωμόνων D.21.100, cf. Phint.153, Plu.2.59d.
Greek Monolingual
ἀσυγγνώμων, -ον (Α) συγγνώμων
αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος.