Ἀτθίς (-ίδος), η (Α)1. αυτή που προέρχεται από την Αττική ή ανήκει σ' αυτήν2. ως ουσ. α) (ενν. γῆ) η Αττικήβ) η Αττική διάλεκτοςγ) η Αθηναία.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αττικός].