αττικός
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀττικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στην Αττική ή που προέρχεται απ' αυτήν
2. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στην αττική διάλεκτο
3. το θηλ. ως ουσ. η Αττική
η περιοχή που ορίζεται βόρεια και δυτικά από τους νομούς Βοιωτίας και Κορινθίας, ενώ νότια και ανατολικά βρέχεται από τους κόλπους Σαρωνικό και Ευβοϊκό αντίστοιχα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο της Αττικής σε αντίθεση με τον Αθηναίο
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἀττικόν
α) αττικό ύφος, κομψότητα
β) είδος φαρμάκου
3. φρ. α) «ἀττικὰ γράμματα» — το αττικό αλφάβητο
β) «ἀττικὰ δεῖπνα» — λιτά δείπνα
γ) «ἀττικὸν ἅλας»
δ) «ἀττικὸς μυκτήρ» — η λεπτή ειρωνεία
ε) «ἀττικὴ πίστις» — αξιοπιστία
στ) «ἀττικὸς ἐν τοῖς ἔργοις» — αυτός που ενεργεί άκαιρα
ζ) «ἀττικὸς μάρτυς» — φιλαλήθης μάρτυς
η) «ἀττικὸς πάροικος» — φιλοτάραχος, ενοχλητικός γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κτητικό επίθετο σε -ικός, αντίστοιχο προς το Αθηναίος, που ανάγεται στο Ατθίς και που δηλώνει αυτό που ανήκει στους Αθηναίους «αττικαί νήες, δραχμαί κ.λπ.». Η λ. Ατθίς χαρακτηρίζεται από εκφραστικό διπλασιασμό του δασέος (πρβλ. άπφα, τίτθη κ.ά.), άρα η αναμενόμενη μορφή του παράγωγου επιθέτου υπάρχει στο ατθικός (ή αθικός, χωρίς διπλασιασμό), ενώ στο αττικός, όπου λείπει η δασύτητα, παρατηρείται διπλασιασμός του ψιλού -τ-, πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί από τη μεγάλη συχνότητα του συμπλέγματος -ττ- στην αττική διάλεκτο. Το όνομα Αττική της περιοχής προήλθε από την ουσιαστικοποίηση του θηλ. του επιθέτου κατά παράλειψη των λ. γη και χώρα (πρβλ. Λακωνική, Μαντινική, κ.ά.). Το επίθ. αττικός σπάνια χαρακτηρίζει πρόσωπα —και μάλλον γυναίκες παρά άνδρες— ενώ οι γραμματικοί το χρησιμοποιούν για τη γλώσσα, το ύφος και τους συγγραφείς της αττικής διαλέκτου].