ἄτρυγος, -ον (Α)ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυξ (-γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»].