διαυγής
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
διαυγές,
A translucent, of water, Arist. Mir.840b34, AP9.227 (Bianor), 277 (Antiphil.): Sup., v.l. in Arist. Mu.397a16; τὰ ὑγρὰ τῶν ὀφθαλμῶν διαυγέστατα Alex.Aphr.Pr.1.68, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64; radiant, of metal, Call.Lav.Pall.21; of stars, A.R.2.1104; of gems, ἀμέθυστος AP5.204; ὀφθαλμοί Aristaenet.1.1.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [poét. sg. gen. διαυγέος AP 9.227 (Bianor)]
I 1transparente, translúcido, claro del agua, Arist.Mir.840b34, Ph.2.483, Aesop.26, Babr.72.6, AP 11.76 (Lucill.), Ach.Tat.1.2.3, Them.Or.22.280c, ἅλμα AP l.c., cf. A.R.4.1575, εὐθύτρυπα καὶ διαυγῆ τὰ λαμπρά Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135), νᾶμα AP 9.277 (Antiphil.), cf. Ph.2.297, ὕαλος Apoc.21.21, cf. Bull.Epigr.1970.588 (Frigia, crist.), de una fuente, Ach.Tat.8.14.3, de Aretusa, personif. οὐκ ἄμορφος ... ἀλλὰ δ. ἐστι Luc.DMar.3.2, de ríos ὁ Νεῖλος ... διαυγέστερος D.Chr.33.23, del río Cidno en Cilicia, Them.Or.2.39c, Nonn.D.18.292, ἀήρ S.E.M.7.188, οἶνος Gal.1.406, τὰ ὑγρᾶ τῶν ὀφθαλμῶν διαυγέστατα Alex.Aphr.Pr.1.68, cf. AP 16.310 (Damoch.), de un pez, Lyd.Mag.3.63
•fig., ref. a abstr. τὸ τῆς σωφροσύνης πῶμα ... διαυγέστερον ... ἐκείνου (τοῦ νέκταρος) D.Chr.30.44, ὁ ψυχῆς ὀφθαλμὸς ὁ διαυγέστατος Ph.1.418.
2 muy brillante, radiante del bronce, Call.Lau.Pall.21, AP 6.210 (Philetas), Nonn.D.5.594, 42.79, del oro, Q.S.3.732, cf. A.R.1.221, ἄστρα A.R.2.1104, de una galaxia πίλημά τι ἀέρος διαυγές Ach.Tat.Intr.Arat.24, cf. Philol. en Ach.Tat.Intr.Arat.19, Vett.Val.237.23, del sol, Vett.Val.238.11, del planeta Mercurio, Nonn.D.5.74, λαμπάδες Ph.1.518, de la amatista AP 5.205, (πέτρας) αἰθέρος ἀκτίνεσσι διαυγέας Opp.H.4.351, cf. Orph.L.172, Nonn.D.37.670, ὀφθαλμοὶ μεγάλοι τε καὶ διαυγεῖς Aristaenet.1.1.14
•fig., de pers. c. ac. rel. δεῖ ... τὸν ἐς αὐτὰν (βασιλείαν) καταστάντα ... εἶμεν καὶ διαυγέστατον τὰν φύσιν Ecphant.Pyth.Hell.80.15, del estilo de Platón καθαρὰ γὰρ ἀποχρώντως γίνεται καὶ δ. D.H.Dem.5.2, τῷ συῶν παραβάλλει γένει διαυγεῖ μὲν οὐδενί καὶ καθαρῷ compara (a los sofistas) con la raza de los cerdos en la ausencia de brillo y de limpieza Ph.1.322, ὁ παιδείας καρπὸς ... διαυγέστατος Ph.1.346, διαυγεστέρα γίνεται ἡ ψυχή Them.Or.2.29a, astrol. αἱ δὲ (μοῖραι) ἱλαραί, εὔτεχνοι, διαυγεῖς Vett.Val.13.29.
II adv. διαυγῶς = claramente διαυγῶς ἰδεῖν Ph.1.646 (cód.), cf. Gloss.2.275
•brillantemente, con esplendor Thdt.Anc.Hom.SMV et Sym.M.77.1397C.
German (Pape)
[Seite 609] ές, durchglänzend; ἄστρα Ap. Rh. 2, 1104; πτέρυγας χρυσείαις φολίδεσσι διαυγέας 1, 221; durchsichtig, ἅλμη Bian. 3 (IX, 227); νᾶμα Antiphil. 31 (IX, 277); ἀμέθυστος ad. 113 (v, 205); πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Damochar. 4 (Plan. 310); öfter ποταμός, ὕδωρ, Themist.; vgl. Luc. D. Mar. 3, 2; dah. χαλκός, Spiegel, Callim. Lav. Pall. 21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
transparent;
NT: limpide, clair.
Étymologie: διά, αὐγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαυγής -ές [διά, αὐγή] doorschijnend:; ὕαλος διαυγής doorzichtig glas NT Apoc. 21.21; schitterend:. οἶδα οὐκ ἄμορφον... τὴν Ἀρέθουσαν, ἀλλὰ διαυγής ἐστι ik weet dat Arethusa niet lelijk is, integendeel, zij is schitterend Luc. 78.3.2; δ. ἀμέθυστος glanzende amethyst AP 5.205.
Russian (Dvoretsky)
διαυγής:
1 прозрачный (ὕδωρ Arst., Plut.; ἀμέθυστος, νᾶμα Anth.; ἀήρ Plut.);
2 сверкающий, блестящий (χρῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαυγής: -ές, (αὐγὴ) διαφανής, καθαρός, ἐπὶ ὔδατος, Ἀριστ. Θαυμασ. 112, Ἀνθ. Π. 9.227,277· ἀκτινοβολῶν, ἐπὶ μετάλλου, Καλλ. Λουτρ. Παλλ 21· ἐπὶ τῶν ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β.1105.
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ)
1. (για νερό) διαφανής, καθαρός
2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής
3. (για νου) οξυδερκής
4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος
4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός.
Greek Monotonic
διαυγής: -ές (αὐγή), διαφανής, καθαρός, ολοφάνερος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δι-αυγής, ές adj αὐγή
transparent, Anth.
Chinese
原文音譯:diafan»j 笛阿-法尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:經過-顯出
字義溯源:透明的,明透的;由(διά)*=通過)與(φαίνω)=發光,照耀)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 明透的(1) 啓21:21
Mantoulidis Etymological
(=καθαρός, ἀκτινοβόλος). Ἀπό τό διά + αὐγή.