-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικόςμέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.