αυλή
Greek Monolingual
η (AM αὐλή)
1. ανοιχτός χώρος, συνήθως περιφραγμένος, μπροστά ή γύρω από σπίτι ή άλλο κτήριο
2. μάντρα («Χαῖρε αὐλή λογικῶν προβάτων» — για τη Θεοτόκο)
3. βασιλική αυλή, παλάτι
4. κατοικία
μσν.- νεοελλ.
1. κατοικία αξιωματούχου, αρχοντικό
2. ταράτσα
νεοελλ.
το προσωπικό των ανακτόρων ή της κατοικίας ηγεμόνα ή αξιωματούχου
αρχ.
ο περίβολος, ο φράχτης της αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυλή καθώς και ο παράλληλος τ. αύλις είναι παράγωγα ουσ. σε -λ- της ρίζας αu- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω», η οποία απαντά στο ρ. ι-αύω, που έχει την ίδια σημασία, και στα αρμ. aw-t «κατοικία, κατάλυμα», ag-anim «περνώ τη νύχτα, διανυκτερεύω». Το ίδιο θ. σε –λ- εμφανίζεται ίσως και στα τοχ. Β' aulāre, Α' olar «σύντροφος», ενώ ο συσχετισμός του με τον αόρ. άεσα του αέσκω δεν μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η λ. αυλή εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -αυλός (στο οποίο λήγουν και τα σύνθετα της λ. αυλός).
ΠΑΡ. αυλίζομαι, αυλικός
αρχ.
αυλαίος, αύλειος, αύλιον, αύλιος, αυλίτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αυλάρχης
νεοελλ.
αυλόγυρος, αυλόθυρα, αυλοκόλακας, αυλόπορτα. (Β' συνθετικό) αρχ. άγραυλος, άναυλος, άπαυλος, βόαυλος, δράκαυλος, δύσαυλος, έναυλος, έπαυλος, θερείαυλος, θύραυλος, μεσίαυλος, μεσόαυλος, μέταυλος, ορείαυλος, ορέσσαυλος, πάραυλος, περίαυλος, σύναυλος, ύπαυλος, φιλάγραυλος, χώραυλος.