ἀφάρτερος
English (LSJ)
[ᾰφ], α, ον, Comp. Adj. (from ἄφαρ)
A more fleet, τῶν δ' ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι Il.23.311; cf. Dionys.Epic. ap. St.Byz. s.v. Κάσπειρος.
German (Pape)
[Seite 407] comparat. zu ἄφαρ, schneller, Il. 23, 311; Dionys. bei St. B. v. Κάσπειρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάρτερος: -α, -ον, συγκρ. Ἐπίθ. (ἐκ τοῦ ἄφαρ), ταχύτερος, εὐκινητότερος, τῶν δ’ ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, «ἀμείνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 311· πρβλ. Διονύσ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Κάσπειροι.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus rapide, plus agile.
Étymologie: Cp. de ἄφαρ.
English (Autenrieth)
(comp. of ἄφαρ): swifter, Il. 23.311†.
Spanish (DGE)
-α, -ον
compar. sobre adv. ἄφαρ q.u. más rápido ἵπποι ... ἀφάρτεροι Il.23.311, ἀφάρτερα γούνατ' Dionysius 6b.2.
Greek Monolingual
ἀφάρτερος, -α, -ον (Α) ἄφαρ
γρηγορότερος, περισσότερα ευκίνητος.