ευκίνητος
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῦ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.)
αρχ.-μσν.
1. (για το στερέωμα) αυτός που κινείται μαλακά
2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα, ο οξύνους
2. αυτός που έχει κλίση ή τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῖαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», Αριστοτ.)
3. αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο ευέλεγκτος
4. (για γλώσσα) αυτή που ρέει, ο κομψός λόγος
5. το ουδ. ως ουσ. τo εὐκίνητον
το ευμετάβλητο, η αστάθεια.
επίρρ...
ευκινήτως και ευκίνητα (ΑΜ εὐκινήτως)
με ευκινησία, με σβελτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κινητός (< κινώ)].