η1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού2. υποδήματα από βακέτα3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].