Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
το (Α δαμάλιον, Μ δαμάλιν) δάμαλις
μσν.- νεοελλ.
νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων
νεοελλ.
1. το κρέας του δαμαλιού
2. (για άνθρωπο) χοντροκέφαλος, ανόητος
μσν.
τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («φῶς μου τὸ γλυκύ, πάν τερπνόν μου δαμάλιν»)
αρχ.
νεαρή αγελάδα.