δαμάλι

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

το (Α δαμάλιον, Μ δαμάλιν) δάμαλις
μσν.- νεοελλ.
νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων
νεοελλ.
1. το κρέας του δαμαλιού
2. (για άνθρωπο) χοντροκέφαλος, ανόητος
μσν.
τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («φῶς μου τὸ γλυκύ, πάν τερπνόν μου δαμάλιν»)
αρχ.
νεαρή αγελάδα.