βαλμός
English (LSJ)
ὁ,
A = στῆθος, Hsch., Suid. βαλοιτήσειρον· παρὰ τὸ διεστραμμένον εἶναι τοὺς πόδας, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ pecho Hsch., Sud.
Greek Monolingual
ο (Μ βαλμός) βάλλω
η τοποθέτηση.
ὁ,
A = στῆθος, Hsch., Suid. βαλοιτήσειρον· παρὰ τὸ διεστραμμένον εἶναι τοὺς πόδας, Hsch.
-οῦ, ὁ pecho Hsch., Sud.
ο (Μ βαλμός) βάλλω
η τοποθέτηση.