ἁψιδωτός

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

όν,

   A vaulted, Gloss.    2 with tyres, τροχός Edict.Diocl. 15.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἁψῐδωτός: -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310.

Spanish (DGE)

-όν
1 abovedado, Gloss.2.24.
2 con llantas τροχός DP 15.32, 33.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁψιδωτός, -ή, -ό) [αψιδώ (-ώνω)]
κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας
αρχ.
(για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη.