στεφάνη
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (στέφω)
A anything that surrounds or encircles the head, etc., for defence or ornament:
I brim of the helmet, βάλ' ἔγχεϊ ὀξυόεντι αὐχέν' ὑπὸ στεφάνης εὐχάλκου Il.7.12; στεφάνη χαλκοβάρεια II.96; the helmet itself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας θήκατο χαλκείην 10.30, cf. Plu.2.726f.
2 as a woman's headdress, diadem, coronal, Il.18.597, h.Hom.6.7, Hes.Th.578, Ar.Ec.1034; found on statues, IG22.1126.31 (Amphict. Delph., iv B.C.); distinguished from στέφανος, in list of offerings, ib.12.264.62, al.; of men, δωρήσασθαι χρυσέῃ στεφάνῃ τὸν κυβερνήτην crown of honour, Hdt.8.118 (v.l. for χρυσέῳ στεφάνῳ); as a piece of outlandish luxury, Ar.Eq.968: metaph., of a city, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων thou hast been shorn of thy coronal of towers, E.Hec.910 (lyr.), cf. Tr.784 (anap.), AP9.97 (Alph.).
b στεφάνη τριχῶν the outer fringe of hair round bald or shaven crowns, as represented on comic masks, Poll.4.144, cf. 2.40.
3 Medic., sutura coronalis, Aret.CD1.2, Poll.2.39.
b in the eye, rim of the cornea where it joins the sclerotic, Gal.18(2).47, UP10.2, Ruf.Onom.26, Hsch.; rim of the eyelids, Ruf.Onom.20, Gal.14.767; eyeball, Hp.Vid.Ac.4.
c a circular muscle, such as the sphincter ani, Poll.2.211; = corona glandis, Antyll. ap. Orib.50.3.6, Ruf.Sat.Gon.5.
d of animals, upper rim of the hoof, coronet, Opp.C.1.232.
e in plural, stripes of the wild ass, ib.3.188.
4 a kind of laurel, of which crowns were made, v.l. for στέφανος II.10 in Dsc.4.145.
5 Geom., plane figure contained between two concentric circles, Hero *Deff.37.
b external periphery of a vault, Id.*Mens. 16.
6 pl., rings composing the universe, Parm. ap. Placit.2.7.1.
II brim or edge of anything, brow of a hill, edge of a cliff, Il. 13.138, Inscr.Prien.361 (iv B.C.), 42.55 (ii/i B.C.), SIG685.60 (Crete, ii B.C.), Plb.1.56.4, Conon 35; τοῦ θεάτρου Plb.7.16.6; Τείθρωνος IG92(1).51.2 (Thermum, iii B.C.): generally, edge, border, moulding, Thphr.HP5.6.2, LXX Ex.25.23, al.; ταλάροιο Mosch.2.55; τύμβου A.R.2.918; parapet, LXX De.22.8: pl., = αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι, Hsch.
2 part of the ποδοστράβη, X.Cyn.9.12, cf. Poll.5.32.
German (Pape)
[Seite 938] ἡ, eigentlich wohl jede Bedeckung, Umgebung, Umkränzung, zum Schutze oder zur Zier dienend; – a) στεφάνη εὔχαλκος, der Helmrand, auch wohl die Hauptbedeckung durch den Helm, u. der Helm selbst; ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν θήκατο χαλκείην, Il. 10, 30; στεφάνη χαλκοβάρεια, 11, 96, wo es Plut. Symp. 8, 6 = κόρυς erklärt; αὐχέν' ὑπὸ στεφάνης εὐχάλκου, Il. 7, 12. – bl weiblicher Hauptschmuck, Kranz, Krone, Diadem, überhaupt Kopfputz, Haarspange, ungewiß ist die Bedeutung Iliad. 18, 597 καί ῥ' αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, welche Stelle von Aristarch für unächt erklärt wurde, s. Scholl.; Kränze von Blumen oder Laub kennt Homer nicht, s. Scholl. Iliad. 13, 736. 11, 700, vgl. Apollon. Lex. Hom. ed. Bekk. p. 97, 12. 144, 22. 29; ἐυστέφανος heißt bei Hom. nicht »schönbekränzt«, sondern »mit schöner Haarspange«, durch welche nämlich die Haarflechten auf dem Kopfe zusammengehalten wurden; Kränze von Blumen oder Laub als Kopfschmuck scheinen in der Griechischen Literatur zuerst vorgekommen zu sein in den Cyprien des Stasinos, s. Athen. XV, 682, vgl. I, 18 e. – Hom. h. 5, 7 κρατὶ δ' ἐπ' ἀθανάτῳ (Ἀφροδίτης) στεφάνην εὔτυκτον ἔθηκαν, καλήν, χρυσείν, vgl. vs. 1 χρυσοστέφανον Ἀφροδίτην, vs. 18 ἰοστεφάνου Κυθερείης; Hesiod. Th. 578 ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνους, νεοθηλέας ἄνθεσι ποίης, ἱμερτούς, παρέθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη· ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην κεφαλῆφιν ἔθηκε, τὴν αὐτὸς ποίησε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις, die beiden ersten Verse sind wohl entschieden unächt, vielleicht die ganze Stelle; über die goldene στεφάνη vgl. die Scholl. Zweifellos ein goldner Kranz ist χρυσέη στεφάνη Herodot. 8, 118; vgl. Aristoph. Eq. 968 Eccl. 1034. Στεφάνη τριχῶν, ein Aufsatz von falschen Haaren, Poll. 4, 144147, daher heißt στεφάνη auch der obere Teil des Kopfes, so weit dieHaare gehen; bei den Aerzten die Kranznaht am Schädel, sutura coronalis, Aretae.; vgl. noch Böckh Staatshaushalt II, 291 und Explic. Pind. Cl. 2, 75 p. 131. – c) nach Poll. 2, 210 = σφιγκτήρ; vgl. Strat. 7 (XII, 8). – d) übh. der Rand, die Einfassung am obern Teile eines Körpers; ὅντε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάῤῥοος ὤσῃ, den Felsrand hinab, Il. 13, 138, wie ἡ ἄνω στεφάνη τοῦ ὄρους Pol. 1, 56, 4. Auch der Mauerrand mit den Zinnen, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, Eur. Hec. 910, vgl. Troad. 779; θεάτρου, Pol. 7, 16, 6. – Ein Teil an der ποδοστράβη, Xen. Cyn. 9, 12 ff; Poll. 5, 32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. tout objet entourant la tête, particul. :
1 rebord d'un casque ; casque;
2 bandeau, diadème;
II. p. anal.
1 corniche d'un rocher;
2 couronne ou enceinte de tours.
Étymologie: στέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεφάνη -ης, ἡ [στέφω] van zaken die het hoofd omgeven hoofdband, diadeem, krans, m. n. voor vrouwen; overdr.: ἀπό … στεφάναν κέκαρσαι πύργων uw krans van torens is afgeknipt Eur. Hec. 910. helmrand; uitbr. helm. uitbr. bovenrand (van een rots). Il. 13.138.
Russian (Dvoretsky)
στεφάνη: (ᾰ) ἡ
1 обод (поля) шлема (σ. εὔχαλκος Hom.);
2 шлем (σ. χαλκοβάρεια Hom.);
3 венец, диадема (σ. χρυσείη HH, Her.);
4 архит. кольцевой карниз или зубчатая стена Eur., Anth.;
5 наружное кольцо, круговой наружный ход (ἡ τοῦ θεάτρου σ. Polyb.);
6 горная вершина: κατὰ στεφάνης ὠθεῖν Hom. свергать с вершины горы;
7 круг, кольцо (sc. τῆς ποδοστράβης Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφάνη: [ᾱ], ἡ, (στέφω) πᾶν ὅ,τι περικυκλοῖ, περιβάλλει τὴν κεφαλήν, πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτῆς ἢ κόσμησιν: Ι. τὸ χεῖλος τῆς περικεφαλαίας προεξέχον ὄπισθεν ὡς καὶ ἔμπροσθεν, βάλ’ ἔγχεῖ ὀξυόεντι αὐχέν’ ὑπὸ στεφάνης εὐχάλκου Ἰλ. Η. 12· στ. χαλκοβάρεια Λ. 96· αὐτὴ ἡ περικεφαλαία, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῇφιν ἀείρας θήκατο χαλκείην Κ. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 726F. 2) μέρος τοῦ κεφαλοδέσμου γυναικός, διάδημα, στέμμα, Ἰλ. Σ. 597, Ὕμν. Ὁμ. 5. 7, Ἡσ. Θεογ. 578, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1034· εὕρηται δὲ ἐπὶ ἀγαλμάτων τῆς Ἥρας, Μüller Archäol. d. Kunst § 532. 5· διακρίνεται δὲ μεταξὺ τῶν ἀναθημάτων ἀπὸ τοῦ στεφάνου, Συλλ. Ἐπιγρ. 140. 43 κἑξ., 141. 39, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, στεφ. χρυσέη, ἐπὶ στεφάνου τιμητικοῦ, Ἡρόδ. 8. 118· ὡς μέρος ξενικῆς πολιτείας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· - μεταφορ., ἐπὶ πόλεως, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, ἔχουσι κουρευθῇ αἱ στεφάναι τῶν πύργων σου, Εὐρ. Ἑκάβ. 910, πρβλ. Τρῳ. 779, Ἀνθ. Π. 9. 97· - στ. τριχῶν, ἡ περὶ φαλακρὰν ἢ κεκαρμένην κορυφὴν βοστρυχώδης σειρὰ τριχῶν, οἵα ἡ παριστανομένη ἐπὶ κωμικῶν προσωπείων, Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Β΄, 40· ἐπὶ τῆς τῶν κληρικῶν κουρᾶς, Βυζ. 3) παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφεῦσιν, ἡ μετωπικὴ ῥαφή, sutura coronalis, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 12, Πολυδ. Β, 39. β) ἡ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ἶρις, Γαλην.· κατ’ ἄλλους ἡ ἄκρα ἢ τὸ χεῖλος τῶν βλεφάρων, Ροῦφ. Ἐφ., Ἡσύχ. γ) κυκλοτερὴς μῦς, οἷος ὁ σφιγκτὴρ τῆς ἕδρας, Πολυδ. Β, 211, πρβλ. Ὀρειβάσ. σ. 183, Mai, κτλ. δ) ἐπὶ ζῴων, τὸ ἀνώτατον χεῖλος τῆς ὁπλῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 232· - ὡσαύτως, αἱ ταινίαι ἐπὶ τῆς δορᾶς τοῦ ὀνάγρου, αὐτόθι 3. 187. 4) εἶδος δάφνης, ἐξ ἧς κατεσκευάζοντο στέφανοι, Διοσκ. 4. 147. ΙΙ. τὸ χεῖλος, ἡ ἄκρα πράγματός τινος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, τὸ χεῖλος κρημνοῦ, Ἰλ. Ν. 138, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 6· - καὶ καθόλου, ἡ ἄκρα, τὸ κράσπεδον παντὸς πράγματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2· ταλάροιο Μόσχ. 2. 55· τύμβου Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918· βωμοῦ Ἡσύχ. 2) μέρος τῆς ποδοστράβης, Ξεν. Κυν. 9, 12, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 32.
English (Autenrieth)
(στέφω): that which surrounds, encircles anything at the top, as if it were a crown. Hence (1) a woman's head-band, Il. 18.597. (See cuts Nos. 16, 40, 41.)—(2) brim or visor of a helmet, helmet, Il. 11.96, Il. 10.30, Il. 7.12. (See cuts Nos. 12, 79, 80, 81, 86, 116.)—(3) of the edge of a cliff, Il. 13.138.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. καθετί που περιβάλλει κάτι κυκλικώς σαν ταινία προκειμένου να το προφυλάξει ή να το διακοσμήσει, στεφάνι, γύρος, τσέρκι (α. «στεφάνη βαρελιού» β. «ὑπὸ στεφάνου εὐχάλκου», Ομ. Ιλ.)
2. γυναικείο κυρίως κόσμημα της κεφαλής, διάδημα, στέμμα
3. το προεξέχον χείλος ή άκρο ή κράσπεδο σκεύους, όρους ή άλλου πράγματος (α. «στεφάνη του τροχού» β. «ὄρος... τούτου δ' ἡ περίμετρος τῆς ἄνω στεφάνης οὐ λείπει τῶν ἑκατὸν σταδίων», Πολ.)
4. (γεωμ.) η επιφάνεια που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ομόκεντρων περιφερειών
νεοελλ.
1. αστρον. το προς τα έξω μεγαλύτερο τμήμα του φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον δίσκο του Ηλίου ή της Σελήνης κατά την ολική έκλειψή τους, αλλ. στέμμα
2. (ανατ.-ιατρ.) το τμήμα του δοντιού το οποίο καλύπτεται από αδαμάντινη ουσία και προβάλλει σχεδόν τελείως από τα ούλα, αλλ. μύλη
3. βοτ. το σύνολο τών πετάλων ενός άνθους
4. φρ. α) «στεφάνη της βαλάνου του πέους»
(ανατ.-ιατρ.) το χείλος της βάσης της βαλάνου που προεξέχει
β) «τεχνητή στεφάνη»
ιατρ. σταθερή πρόθεση που καλύπτει την ανατομική στεφάνη ενός δοντιού η οποία έχει υποστεί σημαντική βλάβη και κατασκευάζεται από μέταλλο, κεραμικό, κεραμικό επάνω σε μέταλλο ή πλαστικό υλικό, αλλ. κορόνα
μσν.
(στο Βυζ.) ο τρόπος κουράς τών κληρικών
αρχ.
1. η περικεφαλαία
2. ιατρ. α) η στεφανιαία ραφή του θόλου του κρανίου
β) (στο μάτι) i) τα άκρα του κερατοειδούς χιτώνα, όπου αυτός ενώνεται με τον σκληρό χιτώνα
ii) τα άκρα τών βλεφάρων
iii) η κόρη του ματιού
γ) κυκλοτερής μυς, όπως λ.χ. είναι ο σφιγκτήρας του πρωκτού
3. το ανώτατο χείλος της οπλής τών ζώων
4. είδος δάφνης για την κατασκευή στεμμάτων
5. η εξωτερική περιφέρεια θόλου
6. θριγκός, ακροτοίχιο οικοδομήματος
7. τμήμα της ποδοστράβης, της παγίδας με την οποία συλλαμβάνονται τα θηράματα από τα πόδια
8. στον πληθ. αἱ στεφάναι
α) οι ραβδώσεις του τριχώματος του ονάγρου, της ζέβρας
β) αστρολ. οι κύκλοι που, κατά τους αρχαίους διανοητές, αποτελούν το σύμπαν
γ) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -άνη, που απαντά σε ον. εργαλείων (πρβλ. δρεπάνη, λεκάνη)].
Greek Monotonic
στεφάνη: [ᾰ], ἡ, (στέφω), οτιδήποτε περιβάλλει σε κύκλο το κεφάλι, είτε ως μέσο προστασίας είτε ως κόσμημα·
I. 1. χείλος περικεφαλαίας, που προεξέχει προς τα πίσω όπως και προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τμήμα γυναικείου κεφαλόδεσμου, διάδημα, στέμμα, στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· μεταφ. λέγεται για πόλη, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, έχουν «κουρευτεί», γκρεμιστεί οι κορυφές των πύργων σου, σε Ευρ.
II. χείλος ή άκρη οποιουδήποτε πράγματος, χείλος βουνού ή γκρεμού, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για καλάθι, σε Μόσχ.
Middle Liddell
στεφᾰ́νη, ἡ, στέφω
anything that encircles the head, for defence or ornament:
I. the brim of the helmet, projecting behind as well as before, Il.
2. part of a woman's head-dress, a diadem, coronal, Il., Hes., etc.:—metaph., of a city, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων thou hast been shorn of thy coronal of towers, Eur.
II. the brim or edge of anything, the brow of a hill, edge of a cliff, Il.; of a basket, Mosch.
English (Woodhouse)
Translations
helmet
Afrikaans: helm; Albanian: kokore, përkrenare, tarogzë; Arabic: خُوذَة; Hijazi Arabic: خوذة; Armenian: սաղավարտ; Asturian: cascu, yelmu; Azerbaijani: dəbilqə, kaska; Basque: kasko; Belarusian: шалом, каска; Bulgarian: шлем, каска; Burmese: ဦးခေါင်းဆောင်; Catalan: casc, elm; Chagatai: دبولغه, توبولغا; Chinese Mandarin: 鋼盔/钢盔, 頭盔/头盔; Czech: helma, helmice, přilba, přilbice; Danish: hjelm; Dutch: helm; Esperanto: kasko; Estonian: kiiver; Extremaduran: cascu; Finnish: kypärä; French: casque; Galician: casco, elmo, gocete, borguiñota, camal, chola; Georgian: ჩაფხუტი, მუზარადი; German: Helm; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐌼𐍃; Greek: κράνος; Ancient Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic: hjálmur; Indonesian: helm; Irish: ceannbheart, clogad, cafarr; Italian: casco, elmetto; Japanese: ヘルメット, 兜; Kalmyk: дуулх; Kazakh: дулығ; Korean: 투구, 헬멧; Kumyk: давулгъа, темир бёрк; Kyrgyz: туулга; Lao: ໝວກກັນກະທົບ; Latin: cassis, galea; Latvian: ķivere; Lithuanian: šalmas; Macedonian: шлем, кацига; Malay: topi keledar; Maltese: elmu; Maori: pōtae mārō; Mongolian Cyrillic: дуулга; Norwegian Bokmål: hjelm; Nynorsk: hjelm; Occitan: casco; Old Anatolian Turkish: توغلقه; Old Church Slavonic Cyrillic: шлѣмъ; Old East Slavic: шеломъ; Old English: helm; Old Norse: hjalmr; Old Polish: szłom; Ottoman Turkish: باشلق, توولغه, تولغه, تولقه, تغلغه, توغلغه; Persian: کلاه ایمنی ورزشی, خود, کلاه ایمنی, کلاه کاسکت; Plautdietsch: Schiltmetz; Polish: hełm, kask; Portuguese: capacete, elmo; Romanian: cască, coif; Russian: шлем, каска, шелом; Scottish Gaelic: clogaid; Serbo-Croatian Cyrillic: шле̏м, ка̀цига; Roman: šlȅm, kàciga; Slovak: helma, prilba; Slovene: čelada; Sorbian Lower Sorbian: nagłownik, nagłowk; Upper Sorbian: nahłownik, helm; Spanish: casco, yelmo; Swahili: helmeti, kofia ya chuma; Swedish: hjälm; Tagalog: kasko; Telugu: శిరస్త్రాణము; Thai: หมวกนิรภัย, หมวกเชื่อม; Tibetan: རྨོག; Turkish: kask, miğfer; Turkmen: tuwalga; Ukrainian: шолом, каска; Uzbek: dubulgʻa; Vietnamese: mũ bảo hiểm, nón bảo hiểm; Welsh: helm, helmed, helmedau
headdress
Albanian: kezë; Danish: hovedbeklædning; Finnish: päähine; French: couvre-chef; German: Kopfbedeckung; Middle High German: gebende; Greek: μαντήλι; Ancient Greek: μίτρα, μίτρη, κεκρύφαλος, στεφάνη; Hungarian: fejdísz, fejék; Icelandic: höfuðbúnaður; Indonesian: bulang; Irish: ceannbheart; Kazakh: бас киім; Korean: 머리 장식물; Kurdish Central Kurdish: پۆتەڵاک; Maori: hutukawa; Mapudungun: perkiñ; Norwegian Bokmål: hodepryd; Old English: hēafodclāþ; Polish: nakrycie głowy; Russian: головной убор; Spanish: tocado; Yámana: yakamuš-uška