βαναυσότητα
Greek Monolingual
η 1. η ιδιότητα του βάναυσου
2. βάναυση συμπεριφορά ή ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος. Ο τ. βαναυσότης μαρτυρείται από το 1889 στο λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].
η 1. η ιδιότητα του βάναυσου
2. βάναυση συμπεριφορά ή ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος. Ο τ. βαναυσότης μαρτυρείται από το 1889 στο λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].