βαναυσότητα

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η 1. η ιδιότητα του βάναυσου
2. βάναυση συμπεριφορά ή ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος. Ο τ. βαναυσότης μαρτυρείται από το 1889 στο λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].