βλαχόφωνος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μιλάει Βλάχικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + -φωνος < φωνή. Η λ. στον πληθ. («βλαχόφωνοι Έλληνες») μαρτυρείται από το 1879 στον Μ. Χ. Ιωάννου].