-η, -οαυτός που μιλάει Βλάχικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + -φωνος < φωνή. Η λ. στον πληθ. («βλαχόφωνοι Έλληνες») μαρτυρείται από το 1879 στον Μ. Χ. Ιωάννου].