βλάχος

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

ο (θηλ. βλάχα, η) (Μ βλάχος)
1. βλαχόφωνος σκηνίτης της ηπειρωτικής Ελλάδας
2. βοσκός, τσοπάνης
3. χωριάτης, κάτοικος της υπαίθρου
4. άξεστος, απολίτιστος χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη βλάχοι < (σλαβ.) Vlah < (αρχ. γερμ.) Walh- Volk «λατινόφωνοι < λατ. Volcae, ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει δύο κελτικά φύλα που μιλούσαν τη Λατινική. Ο όρος Volcae από τους γείτονες τους Γερμανούς εξαπλώθηκε ανατολικά στους Σλάβους και δι' αυτών στους Βυζαντινούς, που τον χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίσουν τους λατινόγλωσσους Βλάχους. Ας σημειωθεί πως ο όρος Βλάχοι συνδέεται ετυμολογικά με το αραβ. φελλάχος].