βέλο

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» — το πέπλο
β. «καπέλλο με το βέλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. velo < λατ. velum «κάλυμμα, παραπέτασμα»].