βοτρυοχαίτης

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with clustering hair, AP9.524.

German (Pape)

[Seite 455] mit Trauben im Haar, Dionysus, Anth. IX, 524.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βότρυς εἰς τὴν κόμην του, Ἀνθ. II. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aux cheveux orné de grappes de raisin ép. de Dionysos.
Étymologie: βότρυς, χαίτη.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ de cabellos ornados con racimos epít. de Dioniso AP 9.524.3.

Greek Monolingual

βοτρυοχαίτης, ο (Α)
αυτός που έχει σταφύλια στα μαλλιά του.