βοτηρικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).

Greek Monolingual

βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.