βραχιονιστήρας

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α βραχιονιστήρ)
νεοελλ.
βραχίων
1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα
2. περιβραχιόνιο
αρχ.
βραχιόλι.