το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιούμσν.μέτρο χωρητικότητας πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < βουτίον < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].