Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
η (AM διατήρησις) διατηρώ
1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά
2. διάθρεψη, διατροφή
3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές.