Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (AM διατήρησις) διατηρώ1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά2. διάθρεψη, διατροφή3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές.