και βυζαχτής, ο1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω].