βύνη

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ἡ,

   A malt for brewing, PHolm.15.33, PLeid.X.22, Aët.10.29.    II = πεύκη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Gerstenmalz, Sp.; Euphor. fr. 91 nannte so nach E. M. 565, 45 das Meer; s. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

βύνη: κριθὴ ἡτοιμασμένη πρὸς κατασκευὴν ζύθου, Ἀέτ. 10. 29.

Greek Monolingual

η (Α βύνη)
φρυγμένο κριθάρι που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].