πεύκη
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ἡ,
A pine, esp. Pinus laricio, Corsican pine, Il.11.494, 23.328, E.Med.4, Ar.Eq.1310, Dsc.1.69, etc.: distinguished from πίτυς (q.v.), Thphr. HP3.9.5; of other species, πεύκη ἥμερος = stone pine, Pinus pinea, ib.3. 9.4; πεύκη παραλία = Aleppo pine, Pinus halepensis, ib.3.9.1; πεύκης τρόπον, prov. of utter destruction, Zen.5.76; cf. πίτυς.
II anything made from the wood of the πεύκη, torch of pine wood, A.Ag.288 (dub.), S.OT214(lyr.), E.Ion716(lyr.), etc.; κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι A.Fr.171.
2 wooden writing tablet, E.IA39 (anap.), Hipp.1254. (Cf. OPruss. peuse, Lith. pušìs, OHG. fiuhta 'pine'; perhaps orig. 'needle-tree', cf. ἐχεπευκής, περιπευκής.)
German (Pape)
[Seite 607] ἡ, die Fichte, Föhre, Pechfichte, lat. picea; Il. 11, 494. 23, 328; Hes.; Pind. frg. 48; zur Fackel gebraucht, dah. = Fackel, Aesch. Ag. 279, wie Soph. πελασθῆναι φλέγοντ' ἀγλαῶπι πεύκᾳ, O. R. 214, wie πεύκης σέλας Eur. Troad. 298; ἅπτουσι πεύκας, Or. 1543, neben ἐλάτη, Plat. Legg. IV, 705 c; Theophr. u. A.; Plut. Symp. 5, 3 sagt ἡ πίτυς καὶ τὰ ἀδελφὰ δένδρα, πεῦκαι καὶ στρόβιλοι. Bei Eur. I. A. 39 Schreibtafel von Holz. – Buttm. Lexil. I p. 17 macht wahrscheinlich, daß der Grundbegriff von πεύκη nicht der der Bitterkeit sei, sondern der Spitze, nicht der bittere Pechbaum, sondern der Stechbaum, von der Wurzel πυκ, dem latein. pug, pungo. Vgl. noch πικρός.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. pin, particul. le pin maritime;
II. objets en bois de pin :
1 torche de résine;
2 planche pour écrire.
Étymologie: R. Πυκ, piquer, propr. « arbre à pointe » ; cf. lat. pungo ; cf. πίσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεύκη -ης, ἡ, Dor. πεύκᾱ pijnboom. (meton.) voorwerp van pijnboomhout: toorts; Aeschl. Ag. 288; schrijfplankje. Eur. Hipp. 1254.
Russian (Dvoretsky)
πεύκη: ἡ
1 сосна (Pinus maritima L) Hom., Eur., Arph., Plat.;
2 сосновый факел (φλέγειν πεύκῃ Soph.);
3 сосновая дощечка (для письма) Eur.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το πεύκο
αρχ.
1. δαδί, πυρσός από ξύλο πεύκου («πεύκη τὸ χρυσοφεγγές σέλας παραγγείλασα», Αισχύλ.)
2. πινακίδα για γράψιμο από ξύλο πεύκου («γράμματα συγχεῖς... ῤίπτεις τε πέδῳ πεύκην», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεύκη ανάγεται σε ΙΕ τ. peuk «πεύκο» (< ρ. peuk «μπήγω») και συνδέεται με λέξεις άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για το πεύκο ή το έλατο (πρβλ. αρχ. πρωσ. peuse, λιθουαν. pušis, γερμ. Fichte, ιρλδ. ochtach). Η λ. πεύκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. πευκός (πρβλ. λεύκη < λευκός), οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «δέντρο που τσιμπά». Η σημ. αυτή, που πιθ. προήλθε από το σχήμα τών φύλλων του δέντρου, απαντά και στα επίθ. πευκάλιμος «οξύς, διαπεραστικός», πευκεδανός «ολέθριος, καταστρεπτικός». Παρλλ., όμως, ορισμένα παρ. της λ. (πρβλ. πευκεδανός, πευκία) έχουν επί πλέον και τη σημ. «πικρός», η οποία μπορεί να ερμηνευθεί από την πικρή γεύση του ρετσινιού. Τα επίθ. αυτά, εξάλλου, (βλ. πευκάλιμος, πευκεδανός, πευκαλέος), όπως και το επίθ. ἐχεπευκής, θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από ένα ουδ. ουσ. πεῦκος «τσίμπημα, κέντρισμα», το οποίο θα πρέπει να υπήρχε παρλλ. προς το θηλ. πεύκη. Τέλος, παρλλ. προς την οικογένεια αυτή, υπάρχει μια συγγενής οικογένεια λ. που ανάγονται σε ρίζα peuĝ-, με ηχηρό ουρανικό -g- (πρβλ. πύξ, πυγμή, λατ. pungo «τρυπώ, κεντώ»)].
Greek Monotonic
πεύκη: ἡ,
I. πεύκο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.
II. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από το ξύλο του πεύκου, πυρσός από ξύλο πεύκου, σε Τραγ.
2. ξύλινη πινακίδα για γραφή, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πεύκη: ἡ, pinus maritima, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς πεῦκος, μνημονεύεται μετὰ τῆς δρυὸς ὡς ἓν τῶν συνήθων δένδρων ἐν Ἑλλάδι, Ἰλ. Λ. 494, Ψ. 328· ἐν χρήσει πρὸς ναυπηγίαν, Εὐρ. Μηδ. 4, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1310· ὡς δᾲς ἢ ὡς πυρσός, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τῆς πίτυος (pinus pinea) καὶ τῆς ἐλάτης (p. picea), Πλάτ. Νόμ. 705C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5· ― πεύκης τρόπον, παροιμία ἐπὶ παντελοῦς καταστροφῆς, Ζηνόβ. 5. 76, πρβλ. πίτυς. ΙΙ. τὸ πεποιημένον ἐκ ξύλου πεύκης, δᾲς ἐκ ξύλου τοιούτου, Κόριννα 5, Αἰσχύλ. Ἀγ. 288, Σοφ. Ο. Τ. 214, Εὐρ. Ἴων. 716, κτλ.· κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 167. 2) ξυλίνη πινακὶς πρὸς γραφήν, Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ἱππ. 1253. (Πρὸς τὸ πεύκη πρβλ. Λιθ. pusz-is, Ἀρχ. Γερμ. fiuh-ta (Γερμ. fichte)· ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται τὸ πίσσα (δηλ. πικία), Λατ. pix, pic-is, Λιθ. pik-is, πρβλ. πίτυς). ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς) κατέστησε πιθανὸν ὅτι ἡ ῥιζικὴ ἔννοια τῆς λέξ. πεύκη εἶναι ἡ τοῦ εἰς ὀξύ, ἀπολήγοντος ὡς ἐκ τῶν βελονοειδῶν φύλλων αὐτῆς, καὶ ὅτι ἡ αὐτὴ ῥίζα ἀναφαίνεται ἐν τοῖς πικρός, πευκεδανός, ἐχεπευκὴς καὶ περιπευκής, ὥστε ἡ πρώτη σημασία τῶν λέξεων τούτων θὰ ἦτο ἡ τοῦ ὀξέος, κοπτεροῦ, ἀλλ’ οὐχὶ τοῦ πικροῦ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: pine, esp. Pinus Laricio (Il.), metaph. torch (trag.).
Derivatives: πευκ-ήεις, Dor. -άεις made of pine, belonging to the torch, stinging, sharp (trag. in lyr., D. P., Opp.); -ινος made of pine (S., E., Plb.); -ών, -ῶνος m. forest of pines (Hdn. Gr.); -ία f. taste of pitch (Tz.; prob. after πικρία, Scheller Oxytonierung 40). -- Besides πευκάλιμος adjunct of φρένες (Il.), also of πραπίδες, μήδεα (Orac. ap. D. L., inscr.); πευκεδανός adi. of πόλεμος (Κ 8), of βέλεμνα, ἀσπίς (Orph.), of θάλασσα (Opp.); with opposit. acc. πευκέδανον name of a bitter umbellifera, sulphur weed (Thphr.; Strömberg 147).
Origin: IE [Indo-European] [828] *peuḱ- sting
Etymology: Resembling names of the pine and the fir are found in Balt., Germ. and Celt.: OPr. peuse f. (IE *peuḱ-), Lith. pušìs (IE *puḱ-); uncertain on the stemformation Specht KZ 63, 96; after Skardzius IF 62, 162 old rootnoun; with t-enlargement OHG fiuhta, MIr. ochtach f. (IE *peuḱ-t- resp. *puḱ-tākā). If, as probable, to the 2. member in ἐχε-πευκής, περι-πευκής stinging, sharp (prop. *'provided with a sting, point), πεύκη can be understood as a subst. adj. f. "the sharp, the stinging" from *πευκός sharp, stinging as λεύκη f. white poplar from λευκός; in Germ. OHG fiuhta fine as lioht light. Here also the islandname Πεύκη (in the Donau-delta; Skymn.; Mayer Glotta 24, 195) and the Illyr. PN Peucetii (Illyria, southern Italy; Krahe Die Spr. d. Illyr. 1, 112 f.) with formation like Gaul. Leucetius surn. of Mars, Lat.-Osc. Lūcetius surn. of Iupiter. -- ἐχε-πευκής may contain a noun *πεῦκος n. stinging, point (cf. s.v.); formation then like Av. raočah- n. light (IE *leukos). To this the adj. πευκάλιμος and πευκεδανός, for which a meaning sharp, intrusive resp. sharp, stinging, bitter must be posited; cf. e.g. εἰδάλιμος (: εἶδος) a.o. (Arbenz 28, Benveniste Origines 45 f.); λ-suffix also in πευκαλέον ξηρόν (as αὑαλέος a.o.), πευκαλεῖται ξηραίνεται H.; for πευκεδανός cf. ῥιγεδανός (: ῥῖγος) a.o. (Chantraine Form. 362 w. lit., Specht Ursprung 199 a. 345). -- WP. 2, 15, Pok. 828, Fraenkel s. pušìs w. further forms a. lit., Porzig Gliederung 118f.; older lit. also in Bq s. ἐχε-πευκές. On IIr. cognates s. Morgenstierne NTS 13(1942) 229 and Turner A comp. dict. of the Indo-Aryan languages (1966) No 8407 *pośi. -- A byform with voiced velar in πυγμή (s. v.) a.o.
Middle Liddell
πεύκη, ἡ,
I. the pine, Il., Eur., etc.
II. any thing made from its wood, a torch of pine-wood, Trag.
2. a writing-tablet, Eur.
Frisk Etymology German
πεύκη: {peúkē}
Grammar: f.
Meaning: Fichte insbes. Pinus Laricio (seit Il.), übertr. Fackel (Trag.).
Derivative: Davon πευκήεις, dor. -άεις fichten, zur Fackel gehörig, steckend, scharf (Trag. in lyr., D. P., Opp. u.a.); -ινος fichten (S., E., Plb. u.a.); -ών, -ῶνος m. Fichtenwald (Hdn. Gr.); -ία f. Pechgeschmack (Tz.; wohl nach πικρία, Scheller Oxytonierung 40). — Daneben πευκάλιμος Beiw. von φρένες (ep. poet. seit Il.), auch von πραπίδες, μήδεα (Orac. ap. D. L., Inschr.); πευκεδανός Beiw. von πόλεμος (Κ 8), von βέλεμνα, ἀσπίς (Orph.), von θάλασσα (Opp.); mit opposit. Akz. πευκέδανον N. einer bitteren Doldenpflanze Schwefelwurz (Thphr. u.a.; Strömberg 147).
Etymology: Anklingende Namen der Fichte und der Kiefer begegnen im Balt., Germ. und Kelt.: apreuss. peuse f. (idg. *peuḱ-), lit. pušìs (idg. *puḱ-); Unsicheres zur Stammbildung Specht KZ 63, 96; nach Skardzius IF 62, 162 altes Wz.nomen; mit t-Erweiterung ahd. fiuhta, mir. ochtach f. (idg. *peuḱ-t- bzw. *puḱ-tākā). Wenn, wie wahrscheinlich, zum Hinterglied in ἐχεπευχής, περιπευκής stechend, scharf (eig. *’mit einer Stachel, Spitze versehen’), läßt sich πεύκη als ein subst. Adj. f. "die Scharfe, die Stechende" von *πευκός scharf, stechend verstehen wie λεύκη f. Weißpappel von λευκός; dazu im Germ. ahd. fiuhta Fichte wie lioht Licht. Hierher noch der Inselname Πεύκη (im Donaudelta; Skymn. u.a.; Mayer Glotta 24, 195) und der illyr. VN Peucetii (Illyrien, Unteritalien; Krahe Die Spr. d. Illyr. 1, 112 f.) mit Bildung wie gall. Leucetius Bein. des Mars, lat.-osk. Lūcetius Bein. des Iupiter. — In ἐχεπευκής mag ein Nomen *πεῦκος n. das Stechen, der Stachel enthalten sein (vgl. s.v.); Bildung dann wie aw. raočah- n. Licht (idg. *leuqos-). Dazu die Adj. πευκάλιμος und πευκεδανός, für die eine Bed. scharf, eindringend bzw. scharf, stechend, bitter anzusetzen ist; vgl. z.B. εἰδάλιμος (: εἶδος) u.a. (Arbenz 28, Benveniste Origines 45 f.); λ-Suffix noch in πευκαλέον· ξηρόν (wie αὐαλέος u.a.), πευκαλεῖται· ξηραίνεται H.; zu πευκεδανός vgl. ῥιγεδανός (: ῥῖγος) u.a. (Chantraine Form. 362 m. Lit., Specht Ursprung 199 u. 345). — WP. 2, 15, Pok. 828, Fraenkel s. pušìs m. weiteren Formen u. Lit., Porzig Gliederung 118f.; alt. Lit. auch bei Bq s. ἐχεπευκές. — Eine Nebenform mit Media liegt in πυγμή (s. d.) u.a. vor.
Page 2,523-524
English (Woodhouse)
Translations
torch
Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ