γαυνάκης

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Greek (Liddell-Scott)

γαυνάκης: -ου, ὁ, = καυνάκης, Κλήμ. Ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. καυνάκης.

Spanish (DGE)

v. καυνάκης.

Greek Monolingual

γαυνάκης, ο (Α)
ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)].