γαληναίη

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ἡ, Ep. for γαλήνη, A.R.1.1156.

Greek (Liddell-Scott)

γαληναίη: ἡ, ἐπικ. ἀντὶ γαλήνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1156.

Spanish (DGE)

(γᾰληναίη) -ης, ἡ
calma del mar Philet.2, Call.Epigr.5.5, A.R.1.1156, cf. γαλήνη.

Greek Monolingual

γαληναίη, η (επικ. τ.) (Α)
η γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαληναίος (πρβλ. αναγκαίη - αναγκαίος, ευναία - ευναίος)].