γαρέλαιον

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

τό,

   A paste made of γάρος and oil, Gal.6.716.

German (Pape)

[Seite 475] τό, Mischung aus Garum u. Oel, Galen.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. -έλεν EDE 7/8.862
salsa hecha de garo y aceite, PBasel 16.11 (III a.C.), Gal.6.716, EDE l.c., Hsch., Gloss.2.261.

Greek Monolingual

γαρέλαιον, το (Α)
αλοιφή φτιαγμένη από γάρο και λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάρος + έλαιον].