-ο (Α γαλακτοῡχος, -ον)νεοελλ.αυτός που περιέχει γάλααρχ.(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].