γαλλικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ή, όν, perh.

   A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.