γερμανόφιλος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά τους Γερμανούς, τον πολιτισμό τους ή ακολουθεί την πολιτική και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].