πολιτική
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. πολιτικός.
Russian (Dvoretsky)
πολῑτική: ἡ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) государственная деятельность, политика Plat.
English (Woodhouse)
(see also: πολιτικός) political economy, science of politics