γινωμένος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γενωμένος, -η, -ο
1. τελειωμένος
2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. έγινα του ρ. γίνομαι.