και γενωμένος, -η, -ο1. τελειωμένος2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα).[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. έγινα του ρ. γίνομαι.