το (Α γλυκάδιον, Μ γλυκάδιν)1. γλύκισμα2. (κατ' ευφημισμό) το ξίδινεοελλ.πληθ. τα γλυκάδια1. αδένες του σφαχτού, κυρίως του λαιμού και του παγκρέατος2. οι όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς, με επίθημα πιθ. υποκοριστικό].