Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλύκισμα

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα)
1. γλύκα, γλυκύτητα
2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη
νεοελλ.
1. εύγευστο έδεσμα
2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν.- νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα < γλυκαίνω αντί γλυκύνω. Η διατήρηση τών δύο συνεχόμενων -υ- στον τ. γλύκυσμα πιθ. κατά το ήδυσμα (βλ. και λ. γλυκαίνω)].