γλύκισμα
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Greek Monolingual
το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα)
1. γλύκα, γλυκύτητα
2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη
νεοελλ.
1. εύγευστο έδεσμα
2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν.- νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα < γλυκαίνω αντί γλυκύνω. Η διατήρηση τών δύο συνεχόμενων -υ- στον τ. γλύκυσμα πιθ. κατά το ήδυσμα (βλ. και λ. γλυκαίνω)].