γνωμιδιώκτης

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 498] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.

Spanish (DGE)

(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης que anda a la caza de máximas sentenciosas Cratin.342.

Greek Monolingual

γνωμιδιώκτης, ο (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία].