γνύξ επίρρ. (Α)στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].