δειλιώ
Greek Monolingual
(AM δειλιῶ, -άω) δειλία
κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός
β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις»)
μσν.- νεοελλ.
φοβάμαι κάποιον ή κάτι («δε σε δειλιώ ουδ' εσένα», «πάλιν τὴν νύκτα δειλιᾷς»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον διστακτικό
2. (για τα μάτια) θολώνω, βουρκώνω («τρέμ' η καρδιά μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).