δεκάρχης

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = δεκαδάρχης, decurion, Hdt.7.81; = Lat. decurio (in form δέκαρχος), Arr.Alan.22, D.C.71.27.    II = Lat. decemvir, f.l. in D.H.2.14.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, Anführer von zehn Mann, Her. 7, 81. S. δέκαρχος, δεκάδαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάρχης: -ου, ὁ, = δεκαδάρχης, δεκανεύς, Ἡρόδ. 7. 81. ΙΙ. ὁ Ρωμαῖος decemvir, Διον. Ἁλ. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 commandant de dix hommes, décurion;
2 à Rome décemvir.
Étymologie: δέκα, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ milit., en el ejército persa decarca, oficial al mando de diez hombres, decurión Hdt.7.81, cf. Hld.9.10.3
en el ejército romano, D.H.2.14 (var., cf. δεκάδαρχος), cf. Gloss.58.47P.

Greek Monolingual

ο (AM δεκάρχης)
ο επικεφαλής δέκα ανδρών
νεοελλ.
βαθμοφόρος του σώματος της τελωνοφυλακής
αρχ.
(λατ. decemvir) ένας από το σώμα τών δεκάνδρων.