δεκάσπορος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

χρόνος, ὁ, lapse

   A of ten seed-times, i.e. ten years, E.Tr. 20, cf. El.1154.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, Zeit von zehn Aussaaten, zehnjähriger Zeitraum, Eur. Tr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάσπορος: χρόνος, ὁ, πάροδος δέκα σπορητῶν, ὅ ἐ. δέκα ἐνιαυτῶν, Εὐρ. Τρῳ. 20, πρβλ. Ἠλ. 1154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(laps de temps) de dix semailles, càd de dix ans.
Étymologie: δέκα, σπείρω.

Spanish (DGE)

-ον
de diez sementeras, e.e. de diez años δεκασπόρῳ χρόνῳ después de diez años E.Tr.20.

Greek Monolingual

δεκάσπορος, -ον (Α)
φρ. «δεκάσπορος χρόνος» — η πάροδος δέκα περιόδων σποράς, περίοδος δέκα ετών.