δενδρόφιλος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. όποιος αγαπά τα δένδρα και τα δάση
2. το αρσ. ως ουσ. βιολ. γένος Ορτυγιδών Πτηνών
3. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].