δεῖρος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

εος, τό,

   A = δειρή, Euph.38 (pl.).    II = δειράς, Hsch.

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cuello, Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. δέρη.
2 δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος Hsch., cf. δειράς. • DMic.: de-wi-jo (?).

Greek Monolingual

δεῑρος, το (Α)
1. δειρή
2. δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του δειράς είτε προήλθε από το σύνθ. υψί-δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].