δειράς
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
English (LSJ)
(Cret. δηράς GDI5024.19), άδος, ἡ, ridge of a chain of hills, h.Ap.281, S.Aj.697 (lyr.), Limen.22; of the isthmus of Corinth, Pi. O.8.52, I.1.10; of Trachis, S.Ph.491: in plural, E.Ph.206 (lyr.): metaph., τέγγει δ' ὑπ' ὀφρύσι δειράδας, of the petrified form of Niobe on Mt. Sipylus, which poured tears under the brow of the hill over its ridges, S.Ant.832 (lyr.). (δερσ-, cf. Skt. drsad- 'rock'.)
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
• Alolema(s): cret. δηράς ICr.3.4.9.63, 66, 4.174.19 (ambas II a.C.), Hsch., lacon. δειράρ Hsch.
1 ladera, pendiente, estribación de una montaña, incluso valle alto, collado o bien altura, cumbre, sierra προσέβης πρὸς δειράδα del Parnaso h.Ap.281, ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασοῦ = al pie de las estribaciones nevadas del Parnaso E.Ph.206, cf. A.R.2.705, βαῖν' ἐπὶ ... τάνδε Παρνασίαν δειράδα Limen.23, Κυλλανίας χιονοκτύπου πετραίας ἀπὸ δειράδος φάνηθι = muéstrate desde la rocosa altura del Cileno azotada por la nieve S.Ai.697, de la zona del Istmo de Corinto Κορίνθου δ. Pi.O.8.52, δ. Ἰσθμοῦ Pi.I.1.10, cf. S.Ph.491, Lyc.1405, ICr.ll.cc., Ἀρκαδικῆς Τεγέης ὑπὸ δειράδος = a los pies de las alturas de Tegea en Arcadia, AP 2.143 (Christod.), ποιμενίην ὑπὸ δειράδα = a los pies de una ladera con pastos Nonn.D.8.24, 10.177, cf. AP 6.115 (Antip.Sid.), Opp.H.1.21, Paus.6.21.3, Q.S.11.92
• metáf. ref. a las mejillas o el cuello de la forma petrificada de Níobe en el Monte Sípilo τέγγει θ' ὑπ' ὀφρύσι ... δειράδας S.Ant.832, cf. Hsch.s.u., ll.cc.
2 cuello de los caballos, Opp.C.1.178.
• Etimología: Dud.: ¿Rel. δέρη q.u.? ¿De *δερσάς, rel. ai. dr̥ṣád- ‘roca’? ¿De *δερi̯- < *gu̯eri̯-, cf. ai. girim, βορέας, etc.?
German (Pape)
[Seite 541] άδος, ἡ, 1) Bergrücken, H. h. Ap. 281; Pind. Ol. 8, 52 I. 1, 10; πετραια Soph. Ai. 682; plur., Ant. 826 u. a. D – 2) = δειρή, Hals, Opp. C. 1, 180.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
dos d'une montagne ; chaîne de montagnes.
Étymologie: δειρή ; cf. lat. collum et collis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειράς -άδος, ἡ [δέρη] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).
Russian (Dvoretsky)
δειράς: άδος ἡ тж. pl. горный хребет, гряда холмов, кряж HH, Pind., Soph.
English (Slater)
δειράς
1 ridge of the Isthmus of Korinth. (neck, Jebb on Bacch. 2. 7: contra Schulze, Q. E. 95,5) καὶ Κορίνθου δειράδἐποψόμενος δαιτικλυτάν (O. 8.52) καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.10)
Greek Monolingual
η (Α δειράς)
κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες του Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῦ»)
αρχ.
1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός
2. φρ. «τέγγει δ' ὑπ' ὀφρύσι δειράδας» — μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνια
για την απολιθωμένη μορφή της Νιόβης στο Σίπυλο της Φρυγίας (Σοφ., Αντιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η συνήθης ετυμολόγηση της λ. δειράς (< δερσάς), λαμβάνοντας υπ' όψιν τη σημ. «κορυφογραμμή οροσειράς», συνδέει τη λ. με αρχ. ινδ. drsǻd- «βράχος, γκρεμός, μυλόπετρα» (με συνεσταλμένη βαθμίδα). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε IE gwer- (δειράς < δεριο-, πρβλ. βορέας, αρχ. ινδ. gir im κ.ά.). Υποστηρίχτηκε, εξάλλου, μεταγενέστερη επίδραση της λ. δειρή, πράγμα αρκετά πιθανό].
Greek Monotonic
δειράς: -άδος, ἡ (δειρή), κορυφογραμμή μιας σειράς λόφων ή βουνών, οροσειρά, σε Όμηρ., Σοφ.· στον πληθ., σε ίδ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δειράς: -άδος, ἡ, ἡ ῥάχις σειρᾶς ὀρέων, ὅμοιον τῷ αὐχὴν καὶ λόφος (ἃ ἴδε), Ὅμ. Ὕμν. Ἀπ. 281, Σοφ. Αἴ. 695· περὶ τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, Πίνδ. Ο. 8. 68, Ι. 1. 11· περὶ τῆς Τραχῖνος, Σοφ. Φ. 491 (ἔνθα ὁ Toup διώρθωσε δεράδα χάριν τοῦ μέτρου)· – κατὰ πληθ., Εὐρ. Φοιν. 206· μεταφ., τέγγει δ’ ὑπ’ ὀφρύσι δειράδας, περὶ τῆς ἀπολελιθωμένης μορφῆς τῆς Νιόβης ἐπὶ τοῦ ὄρους Σιπύλου, Σοφ. Ἀντ. 832· τοῦτο συνέβαινε μόνον κατὰ τὸ θέρος (Παυσ. 8. 2, 7), δηλ. ὅτε ἡ χιὼν ἐτήκετο (χιὼν δ’ οὐδαμὰ λείπει Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.). (Πρὸς τὰ δειρή, δειράς, πρβλ. Λατ. collum, collis.)
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: hight, mountain-ridge (h. Ap.); the exact meaning is uncertain, s. DELG
Dialectal forms: Cret. δηράς
Derivatives: Without the suffixes (or from δειρή; s. below) δειραῖος hilly (Lyc.); thus as last member ὑψί-δειρος. - Also δεῖρος λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος H.; derived from ὑψί-δειρος? s. Risch 134.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Als Grundform empfiehlt sich *δερσάς (on the phonetics Schwyzer 285), which differs only in the vocalism from Skt. dr̥ṣád- rock, millstone (Fick3 1, 106 etc.). The connection tends to be abandoned; Mayrhofer EWAia741f.; -αδ- cannot be IE. Diff. Ehrlich KZ 39, 569f.: from *δερι̯ο- to βορέας etc. (s. v.); thus Forbes Glotta 36 (1958) 248. - Late connected with δειρή (Schwyzer 507 n. 6). - The suffix, and the rest, seems Pre-Greek.
Middle Liddell
δειρή
the ridge of a chain of hills, Hom., Soph.:—in pl., Soph., Eur.
Frisk Etymology German
δειράς: -άδος (poet. seit h. Ap.; πολυδειράδος Οὐλύμποιο am Versende Α 499 usw.),
{deirás}
Forms: kret. δηράς
Grammar: f.
Meaning: Anhöhe, Bergrücken.
Derivative: Davon mit Überspringung des Suffixes (oder durch Beziehung auf δειρή; s. unten) δειραῖος hügelig; ebenso als Hinterglied ὑψίδειρος. — Nebenform δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος H.; wohl nur aus ὑψίδειρος falsch erschlossen. Zur Bildung vgl. Risch 134.
Etymology: Als Grundform empfiehlt sich *δερσάς (zum Lautlichen Schwyzer 285), das sich nur in der Vokalstufe von aind. dr̥ṣád- Fels, Mühlstein unterscheidet (Fick3 1, 106 usw.). Anders Ehrlich KZ 39, 569f.: aus *δερι̯ο- zu βορέας usw. (s. d.). — Spät auf δειρή bezogen (Schwyzer 507 A. 6 m. Lit.).
Page 1,358