δερματόκολλα

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
pegamento, cola hecha con pieles de animales, Anon.Alch.380.10.

Greek Monolingual

η
χημ. κόλλα από ζωικές ύλες που χρησιμοποιείται στη συγκόλληση ξύλινων αντικειμένων.