συγκόλληση
Greek Monolingual
η / συγκόλλησις, -ήσεως, ΝΜΑ συγκολλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων με τη χρήση κόλλας, τηγμένου μετάλλου ή άλλης συνδετικής ύλης
νεοελλ.
1. τεχνολ. διεργασία που συνίσταται στην ένωση δύο ή περισσότερων συστατικών μερών μιας συναρμογής, κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη συνέχεια μεταξύ τών προς συνάρμοση μερών, με θέρμανση ή με πίεση ή με συνδυασμό τών δύο, με ή χωρίς χρήση πληρωτικού υλικού, σε θερμοκρασία τήξεως παραπλήσια της θερμοκρασίας τήξεως του υλικού βάσεως
2. (πετρογρ.) το τελευταίο στάδιο της διεργασίας σχηματισμού ενός ιζηματογενούς πετρώματος το οποίο συνίσταται στην αποσκλήρυνση και στη συνένωση τών κλαστικών ιζημάτων λόγω καθίζησης της ορυκτής ύλης στα διάκενα τών πόρων
3. βιολ. η δέσμευση τών αντισωμάτων σε ένα συγκεκριμένο ειδικό αντιγόνο, η οποία προκαλεί συσσώρευση σωματιδίων
4. φρ. α) «συγκόλληση με τήξη»
τεχνολ. συγκόλληση που βασίζεται σε τοπική τήξη η οποία συντελείται με ή χωρίς χρήση πληρωτικού υλικού και χωρίς συμμετοχή πίεσης
β) «συγκόλληση με πίεση»
τεχνολ. συγκόλληση που επιτυγχάνεται κατά κανόνα χωρίς πληρωτικό υλικό με άσκηση πίεσης επαρκούς για την πρόκληση πλαστικής παραμόρφωσης τών προς συγκόλληση επιφανειών, συγκόλληση που διευκολύνεται με τοπική θέρμανση
γ) «σκληρή συγκόλληση»
τεχνολ. ετερογενής συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων με προσθήκη τηγμένου μεταλλικού εμπλήσματος, το σημείο τήξεως του οποίου είναι κατώτερο του αντίστοιχου τών προς συγκόλληση μετάλλων τα οποία διαβρέχονται από αυτό χωρίς να συμμετέχουν με την τήξη τους στη διαμόρφωση του αρμού συγκόλλησης
αρχ.
1. προσκόλληση
2. μτφ. αφοσίωση.