δενδροφυής

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ές,

   A tree-like, Lyr.Adesp.84.7.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφυής: -ές, ὡς δένδρον αὐξηθείς, Πίνδ. (Ὠριγ. 16, 3127. Migne).

Spanish (DGE)

-ές
que es como un árbol δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες de los Coribantes Lyr.Adesp.67(b).7, cf. Hippol.Haer.5.7.4.

Greek Monolingual

δενδροφυής (-ούς), -ές (Α)
αυτός που μεγαλώνει σαν δένδρο, που μοιάζει με δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φυής < φυή ή φύος < φύομαι].